- πλάστιγγι
- πλάστιγξscale of a balancefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… … Dictionary of Greek
πλάστιγγ' — πλάστιγγα , πλάστιγξ scale of a balance fem acc sg πλάστιγγι , πλάστιγξ scale of a balance fem dat sg πλάστιγγε , πλάστιγξ scale of a balance fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)